ἰνώδης — ἰ̱νώδης , ἰνώδης fibrous masc/fem acc pl (attic epic doric) ἰ̱νώδης , ἰνώδης fibrous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἰ̱νώδης , ἰνώδης fibrous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ινώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αποτελείται από ίνες: Ινώδεις βλαστοί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερατίνη — Ινώδης πρωτεΐνη που ανήκει στην ομάδα των σκληροπρωτεϊνών. Είναι διαδεδομένη στους ζωικούς οργανισμούς, όπου έχει στηρικτικό ρόλο· συναντάται στο δέρμα, στα νύχια, στις οπλές των ζώων, στο τρίχωμα και στα φτερά. Η κ. είναι αδιάλυτη στο νερό και… … Dictionary of Greek
κολλαγόνο — Ινώδης πρωτεΐνη της ομάδας των σκληροπρωτεϊνών (ονομάζεται και ελαστοϊδίνη), η οποία αποτελεί το κύριο συστατικό της μεσοκυττάριας ουσίας των συνδετικών ιστών. Είναι η πιο άφθονη ζωική πρωτεΐνη στη φύση, ενώ εκτιμάται ότι αποτελεί το 30% της… … Dictionary of Greek
ἰνωδέστερον — ἰ̱νωδέστερον , ἰνώδης fibrous adverbial comp ἰ̱νωδέστερον , ἰνώδης fibrous masc acc comp sg ἰ̱νωδέστερον , ἰνώδης fibrous neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνώδει — ἰ̱νώδει , ἰνώδης fibrous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἰ̱νώδει , ἰνώδης fibrous masc/fem/neut dat sg ἰ̱νώδεϊ , ἰνώδης fibrous dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνώδη — ἰ̱νώδη , ἰνώδης fibrous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἰ̱νώδη , ἰνώδης fibrous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἰ̱νώδη , ἰνώδης fibrous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… … Dictionary of Greek
ἰνωδεστέρα — ἰ̱νωδεστέρᾱ , ἰνώδης fibrous fem nom/voc/acc comp dual ἰ̱νωδεστέρᾱ , ἰνώδης fibrous fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰνωδέστατον — ἰ̱νωδέστατον , ἰνώδης fibrous masc acc superl sg ἰ̱νωδέστατον , ἰνώδης fibrous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)